Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Τα κόκκινα παπούτσια


Έχουμε πάνω από μία ώρα που δοκιμάζουμε παπούτσια. Πασχαλιάτικα. Παιδικά. Τέσσερα πόδια γεύονται κατά κόρον το «καινούργιο» και το «αλλιώτικο» δοκιμάζοντας και απορρίπτοντας ό,τι δεν τους αρέσει , με το αιτιολογικό, αυτό με στενεύει… αυτό μου είναι μεγάλο… αυτό μου είναι μεγάλο και με στενεύει. Εγώ και ο υπάλληλος έχουμε κυριολεκτικά γονατίσει μπροστά σ’ αυτά τα πόδια, προσπαθώντας να εντοπίσουμε πού κείται το μεγάλο δάχτυλο, πού κείται το ψεύδος.
Κι άξαφνα, μέσα από ένα κουτί, κάνει τη μοιραία εμφάνισή του ένα ζευγάρι κόκκινα κοριτσίστικα παπαρουνένια παπούτσια , μ’ ένα κόκκινο παιγνιδιάρικο κουμπάκι στο πλάι, αυτό που πιο πολύ έκαμε την καρδιά μου να σπαρταρήσει, να μικρύνει, να γίνει καρδιά παιδική, να ξανααισθανθεί. Ιπποτικά αμέσως φέρεται ο καιρός, παραμερίζει, για να ’ρθει μπροστά μια σκονισμένη ιστορία , παλιά, πάλι με παπούτσια , με τα πρώτα παπούτσια που μ’ έκαμαν να κλάψω.
Πάσχα, και πάντως μια εποχή που όλα ονομάζονταν «δύσκολα» . Τα πράγματα δύσκολα, οι μέρες δύσκολες, η ζωή δύσκολη. Και τότε ακριβώς ήταν που αξίωσα ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια.
-Θα την πάω στο Μοναστηράκι, στον πατριώτη μου το μαστρο-Κούλη… Θα μας φτιάξει κάτι που να’ναι γερό και συφερτικό, ενέδωσε με τα πολλά ο πατέρας.
Θα κόντευε Μεγάλη Βδομάδα που με πήρε ένα απομεσήμερο να πάμε στο μαστρο-Κούλη. Οι νοικοκυρές ανέμιζαν στα παράθυρα , έπλεναν τζάμια. Καθώς τα ’τριβαν με κομμάτια εφημερίδας, εκείνα έτριζαν, κι άστραφταν σα στα παράθυρα να κρέμονταν κλουβιά με τιτιβίζοντα χελιδόνια, και ήλιοι.
Απερίγραπτο ήταν το πόσο σφιχτά με κρατούσε από το χέρι ο πατέρας μου στις λιγοστές εξόδους μας , στους λιγοστούς περιπάτους μας. Σα να του ’χα ξεφύγει και να ’τρεχε χρόνια να με πιάσει. Και σα να με είχε πιάσει μόλις εκείνη τη στιγμή.
Όμως , αυτή τη φορά, ήταν τόσο ευχάριστο αυτό το σφίξιμο. Σαν το εύθυμο εκείνο σφίξιμο που σου κάνουν τα καινούργια παπούτσια την πρώτη μέρα.
Αν με ρωτούσε κανείς πώς πήγαμε στο μαγαζί του μαστρο-Κούλη , από πού περάσαμε , εγώ θα του ’λεγα, περάσαμε… περάσαμε… από κάτι κόκκινα παπούτσια , ύστερα πήραμε ένα μακρύ δρόμο κόκκινα παπούτσια , στρίψαμε μετά από κάτι άλλα κόκκινα παπούτσια , και φτάσαμε!
Μα σα βρέθηκα στο μαγαζί του μαστρο Κούλη ξέβαψε όλο το κόκκινο χρώμα κι όλη η χαρά από το όραμά μου. Από την πόρτα με πήρε μια χοντρή βαριά μυρουδιά πετσιού και προβιάς, έπεσε μέσα της η αναπνοή μου και πνίγηκε. Χάμω, σκουπίδια, σπάγγοι, καρφάκια , ένας λόφος με λογιώ λογιώ κατσούφικα κοψίδια δέρματα . Μια χοντρή βελόνα , σα μεγάλο καρφί, ανεβοκατέβαινε βαριεστημένη και στριγγλή και γάζωνε ένα εφιαλτικό παπούτσι.
Σα δήμιος εμφανίστηκε ο μαστρο-Κούλης , αναμερίζοντας μιαν αυλαία από κρεμάθες χοντροπάπουτσα , αντρικά τα πιο πολλά, τα κορδόνια τους τρεμούλιασαν σα νευρικά μουστάκια, και κάτω από τη χοντρή λαστιχένια τους σόλα σπαρτάραγε το κακόμοιρο το όνειρό μου. Κι αφού είπανε , χρόνια και ζαμάνια, ψυχρά κι ανάποδα , και αφού τώωωρα η Αργυρούλα , μπήκε στο θέμα πια ο πατέρας μου:
-Και τώρα , μαστρο –Κούλη, ας πάμε στο προκείμενο!
Με τούτο το «προκείμενο» πήρα να ελπίζω. Φαντάστηκα πως το «προκείμενο» μπορεί να’ταν ένας άλλος δρόμος, ένα άλλο μαγαζί, το «καλό» μαγαζί του μαστρο-Κούλη.
-Από δω η κόρη, συνέχισε ο πατέρας μου, ό,τι θυμάται χαίρεται! Της θυμήθηκαν κόκκινα παπούτσια. Έχεις να μας δώσεις τίποτα κατάλληλο;
Και πριν προφτάσω ν’ακούσω την απάντηση , η πατούσα μου βρέθηκε καθηλωμένη πάνω σ’ ένα βρομόχαρτο, κι από πάνω της ολόκληρος ο μαστρο –Κούλης , όλα τα χοντροπάπουτσα , να τη ζουλάνε μη και ξεφύγει. Πιο απειλητικό, το βάρος της λέξης «μπόλικα! μπόλικα», που σφυροκοπούσε ο πατέρας μου. Ένα κουτσομόλυβο σύρθηκε σαν κατσαρίδα γύρω γύρω της ενώ ο πατριώτης έλεγε!
-Θα γίνουν αθάνατα!
Ανησύχησα.
-Δε θέλω αθάνατα , κόκκινα θέλω, ψέλλισα.
- Θέλε! αγρίεψε ο μαστρο- Κούλης , κάτι συνεννοήθηκε ιδιαιτέρως με τον πατέρα μου , και φύγαμε.
Ίσως σου κακοφανεί , μαστρο –Κούλη, αν τύχει και διαβάσεις αυτή την ιστορία, αλλά κι εγώ τι σαου χρώσταγα να περάσω τόσο μαύρη Λαμπρή; Τι παπούτσια ήταν εκείνα που μου ’φτιαξες; Κόκκινα δε σου είπα πως θέλω; Γιατί σώνει και καλά μουσταρδιά; Και γιατί τόσο χοντρό λάστιχο, βρε μαστρο-Κούλη; Τανκς ήμουνα; Κι όλα αυτά καλά. Αμ’ εκείνο το κόκκινο κουμπί, στο Θεό σου, τι το ήθελες και το έμπηξες; Από πού ως πού κόκκινο κουμπί; Α, προτιμούσα να με γελάσεις παρά να με ξεγελάσεις . Έσκασα στο κλάμα.

-Βρε αχάριστο, φώναζε η μάνα μου, κι αν δεν είναι κόκκινο, είναι προς το κόκκινο… Τι παραπάνω θες; Δεν έχει κόκκινα κουμπιά; Άρα κόκκινα είναι.
Αναγκάστηκα να πειστώ. Και τι το περίεργο; Μήπως τώρα που λέμε «αναπνέουμε, άρα ελπίζουμε», το ίδιο δεν είναι;
Κι ανήμερα το Πάσχα, στη λειτουργία της Αγάπης, με κρατάει πάλι ο πατέρας μου από το χέρι , κατηφορίζουμε για την εκκλησία.
Εγώ με τα κόκκινα κουμπιά μου , αυτός με την κατάνυξή του , Χριστός Ανέστη σιγοψέλνει. Μπορώ να θυμηθώ και το παραμικρό της σκηνής εκείνης , ακόμα και τις στάλες από τα κεριά της Αναστάσεως στα πεζοδρόμια και στα μαρμάρινα σκαλιά, την αυστηρή παλάμη του πατέρα μου που με ζούλαγε ολόκληρη μέσα της , το πρόσεχε μην πέσεις , το δεν καταλαβαίνω γιατί εννοείς να ξεκινάς πάντα με το αριστερό, διόρθωσε το βήμα σου , άλλαξε το βήμα σου.
Τα θυμάμαι όλα, και τους μικρούς μου πήδους κάθε τόσο για να βγει το δεξί μπροστά και να πάει το αριστερό πίσω, όλα , ακόμα και το πόσο μου μύρισαν οι πασχαλιές που αγόραζε μια γυναίκα σκυμμένη στο παράθυρο από έναν πλανόδιο ανθοπώλη.
-Άλλαξε το βήμα σου, ξανάπε ο πατέρας μου.
Κι εκείνη τη φορά έγινε το κακό. Πάνω στο πήδημα μπερδεύτηκαν τα πόδια μου, κι έιδα το ένα κουμπί να διαγράφει μια κόκκινη τροχιά και να εξαφανίζεται. Τι κλάμα και τι ψάξιμο ήταν εκείνο; Δάκτυλος του Σατανά, δάκτυλος του Σατανά! έτριζε τα δόντια του ο πατέρας μου, καθώς έψαχνε χωρίς αποτέλεσμα, καθώς με άκουγε να κλαίω «ασεβώς».
Δεν είμαστε πια για εκκλησία, «χρειάζεται καρδίαν καθαράν», και πήραμε πάλι τον ανήφορο. Μπρος εκείνος, με τα χέρια διπλωμένα πίσω στη μέση, να λέει , με κόλασες! με κόλασες!, πίσω εγώ, σαν μονοσάνταλη, να κλαίω, να κλαίω.
Η μάνα μου , άμα άκουσε τι συνέβη, είπε μόνο:
-Τι λες… Κάτι τρέχει στα γύφτικα.
Μα καθώς με είδε να πετάω τα παπούτσια και να την ακολουθώ ξυπόλητη και κλαίγοντας , τα έβαλε με τον πατέρα μου:
-Και συ ευλογημένε, πώς στην ευχή έψαξες; Με τα δικά μου τα μάτια; Ολόκληρο κουμπί!
Αλλά εκείνος είχε κιόλας ριχτεί με όλο του το είναι στην κάθαρση. Είχε πάρει μια Σύνοψη κι έψελνε, μουρμουριστά, μασουλιστά, με λοξό κάπως το κεφάλι και το χέρι κοντά στο στόμα, κάπως σαν να εξιστορούσε με συντριβή στο αυτί του Κυρίου το πώς τον «κόλασα».
-Θέλω το ολόκληρο κουμπί μου, έλεγα τώρα εγώ μέσα στους οδυρμούς μου.
-Τι λές εκεί… Κάτι τρέχει στα γύφτικα, επανέλαβε η μάνα μου φουρκισμένη.
Και φορώντας μου τα παπούτσια με το ζόρι, με έσπρωξε βίαια στην ξώπορτα, να πάω να παίξω.
Λίγα βήματα πιο πέρα στεκότανε η φιλενάδα μαου η Πόπη. Με κοίταζε. Εγώ κόλλησα στον τοίχο, σήκωσα το ’να μου πόδι, και το ’κρυψα πίσω από το άλλο. Και στεκόμουνα έτσι.
Και τώρα, γονατισμένη ακόμα, λες και προσκυνούσα, αναπολώντας την τούτην την ανάμνηση , προσπαθώ να καταφέρω τη μικρή ν’ αγοράσει αυτά τα παπούτσια. Τα κόκκινα.
-Σου είπα, θέλω γόβα άσπρη!
-Μα τα κόκκινα είναι πιο πρακτικά.
-Δεν τα θέλω για πρακτικά, τα θέλω για ευχαριστήσιμα.
Κι αποφασίζω. Και τα άσπρα και τα κόκκινα. Προηγουμένως τα εξετάζω προσεχτικά , δοκιμάζω να ιδώ, είναι καλά στερεωμένο το κουμπάκι τους, μη την ξαναπάθω. «Αθάνατα», βεβαιώνει ο υπάλληλος. Και φεύγω, έχοντας επιτέλους αποκτήσει ένα πραγματικό κόκκινο ζευγάρι παπούτσια, πασχαλιάτικο δώρο στα περασμένα μου .
Σ’ αυτό τον κεντρικό δρόμο, που φράζεις τη μύτη και το στόμα σου να μη σε πνίξουν τα καυσαέρια , είναι τρέλα να ισχυριστείς ότι μυρίζουν πασχαλιές.
Κι όμως , εμένα μου μύρισαν.

Κική Δημουλά "Εκτός Σχεδίου"

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Η μαγευτική τέχνη του ψηφιδωτού

Η κατασκευή ενός ψηφιδωτού αντιγράφου είναι μια μοναδική   εμπειρία δημιουργικότητας που δίνει χαρά και βαθιά ικανοποίηση σε όποιον καταπιάνεται με αυτήν. Τουλάχιστον έτσι πιστεύουμε όσοι ασχολούμαστε ερασιτεχνικά (ή και επαγγελματικά) με τα μυστικά της τέχνης του ψηφιδωτού, στο εργαστήριο ψηφιδωτού "ΨΗΦΙΔΩΝ ΓΝΩΣΙΣ" υπό την επίβλεψη και καθοδήγηση του καθηγητή ψηφοθέτη Νίκου Τόλη. Ακολουθούν δύο παρουσιάσεις : η πρώτη δείχνει συνοπτικά τον τρόπο κατασκευής ενός ψηφιδωτού αντιγράφου με τον παραδοσιακό τρόπο της άμεσης ψηφοθέτησης σε προσωρινό υπόστρωμα και η δεύτερη είναι μια προσπάθεια παρουσίασης ψηφιδωτών έργων τέχνης από την αρχαιότητα μέχρι τη σημερινή εποχή.
Το ψηφιδωτό είναι σχέδιο ή παράσταση για τη διακόσμηση δαπέδου, τοίχου ή οροφής , που σχηματίζεται με την συναρμολόγηση και συγκόλληση μικρών ποικιλόχρωμων κύβων (ψηφίδων) από μάρμαρο, πέτρα , σμάλτο ή οπτή γη (αλλιώς ψηφοθέτημα ή μωσαϊκό). Συνεκδοχικά, με τον όρο «ψηφιδωτό» δηλώνεται η τέχνη της διακόσμησης μιας επιφάνειας με τη μέθοδο αυτή.
Το ψηφιδωτό επηρεάστηκε πολύ αλλά και επηρέασε την ζωγραφική με την οποία έχει και τα περισσότερα κοινά στοιχεία.
ΥΛΙΚΑ
Στην αρχαιότητα τα ψηφιδωτά κατασκευάζονταν αρχικά με ακατέργαστα (φυσικά) χαλίκια, ομοιόμορφα σε μέγεθος. Οι Έλληνες επινόησαν επίσης και την τεχνική των ψηφίδων (στα Λατινικά “tesserae” , “κύβοι’’ ή ‘’ζάρια’’), μικρών τεμαχίων κομμένων σε τριγωνικό, τετράγωνο ή άλλο κανονικό σχήμα, ώστε να ταιριάζουν ακριβώς στον κάνναβο των κύβων που σχηματίζουν την επιφάνεια του ψηφιδωτού.
Οι ψηφίδες ποικίλουν σημαντικά σε μέγεθος, ανάλογα με τη λειτουργία που επιτελούν: στα μεσαιωνικά έργα π.χ. οι περιοχές που απαιτούν λεπτομέρεια, όπως τα πρόσωπα και τα χέρια , είναι σχηματισμένα με ψηφίδες μικρότερες του συνήθους. Οι κανονικές διακοσμήσεις δαπέδων στην αρχαιότητα αποτελούνται από ψηφίδες ενός εκατοστού περίπου.
Όσο το ψηφιδωτό χρησιμοποιείτο στην κατασκευή δαπέδων, το κύριο ζητούμενο από τα υλικά του , εκτός από το χρώμα τους ήταν και η αντοχή τους στη φθορά.
Πέτρα
Η πέτρα κυριάρχησε για μεγάλο διάστημα καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας αλλά και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους και τα φυσικά χρώματα της πέτρας παρείχαν το βασικό φάσμα αποχρώσεων που είχε στη διάθεσή του ο καλλιτέχνης . Μολονότι προτιμούνταν συνήθως το μάρμαρο και ο ασβεστόλιθος , στα ρωμαϊκά ψηφιδωτά χρησιμοποιήθηκε πολύ και ο μαύρος βασάλτης (ιδίως στην ασπρόμαυρη τεχνική). Η φυσική πέτρα χρησιμοποιείται και στα μοντέρνα ψηφιδωτά (π.χ. στα ψηφιδωτά που καλύπτουν την εξωτερική επιφάνεια του σταδίου του Ντιέγκο Ριβέρα στο Μεξικό(1957).
Γυαλί
Το γυαλί πρωτοεμφανίστηκε ανάμεσα στα υλικά των ψηφιδωτών κατά τους ελληνιστικούς χρόνους (3ος-1ος π.Χ. αι.)και προσέφερε απεριόριστες χρωματικές δυνατότητες στην τέχνη αυτή. Οι καλλιτέχνες ψηφιδωτών της παλαιοχριστιανικής εποχής έδωσαν νέα κατεύθυνση στην τέχνη με την αξιοποίηση των χρυσών και των ασημένιων ψηφίδων. Όπως στον καθρέφτη, στις γυάλινες αυτές ψηφίδες επικολλούσαν φύλλο μετάλλου , χρυσού ή κασσίτερου.. Οι ψηφίδες αυτές έδιναν πολύ λαμπερές χρυσές ή ασημένιες ανταύγειες και χρησιμοποιούνταν, κυρίως, για να αποδώσουν το εκπορευόμενο από το Θεό φως(μαυσωλείο της Γκάλα Πλακίντια , Ραβέννα 450μ.Χ. ), Το χρυσό βάθος έγινε ο κανόνας από τον 6ο αι.
Άλλα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στα χριστιανικά ψηφιδωτά ήταν το φίλντισι, οι ημιπολύτιμοι λίθοι (σπάνια) και ψηφίδες από ψημένο πηλό (τερακότα).
ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΑ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ

Το ψηφιδωτό εμφανίστηκε κατά την πρωτοϊστορική εποχή στη Μεσοποταμία(τέλη της 4ης χιλιετηρίδας) σε ναό της Ουρούκ, υπό μορφή ημικιόνων, διακοσμημένων με πήλινα καρφιά που έφερναν έγχρωμη κεφαλή , σχηματίζοντας γεωμετρικά σχέδια , κόκκινα μαύρα και άσπρα. Στη δυτική Μ.Ασία σώζονται τα παλαιότερα δείγματα ψηφιδωτών δαπέδων με χονδροειδή χαλίκια , ένθετα σε πρωτόγονου τύπου κονίαμα ( Γόρδιο, κοντά στην Άγκυρα, 8ος π.Χ. αι.)

Αρχαία ελληνικά και ελληνιστικά ψηφιδωτά
Τρεις φάσεις στην εξέλιξη της τέχνης του ψηφιδωτού: η πρώτη, σχετιζόμενη με την Ελλάδα, τελειοποίησε σταδιακά το ψηφιδωτό από φυσικά χαλίκια.
Η δεύτερη σχετίζεται με την επινόηση και τη διάδοση της τεχνικής των ψηφίδων και έλαβε χώρα εν μέρει στον ελληνιστικό κόσμο και εν μέρει σε ρωμαϊκό έδαφος.
Η τρίτη, ρωμαϊκό κατά βάση φαινόμενο, χαρακτηριζόταν από την εκλαΐκευση του ψηφιδωτού και την εφαρμογή του σε νέες λειτουργίες.

Ρωμαϊκά ψηφιδωτά
Οι Ρωμαίοι εισήγαγαν το ψηφιδωτό στην εκλεπτυσμένη μορφή του , τόσο στην αρχιτεκτονική της κατοικίας όσο και στους τόπους λατρείας τους.
Η Πομπηία έχει διασώσει ένα πλήθος ψηφιδωτών στην τεχνική του opus vermiculatum (από πολύ μικρές, ακανόνιστες ψηφίδες) (2ος-1ος π.Χ.αι.) Το διασημότερο από αυτά είναι ‘Η Μάχη της Ισσού’,το μεγαλύτερο από τα γνωστά έργα , φιλοτεχνημένο στη μικρογραφική τεχνική του ψηφιδωτού. οι Ρωμαίοι μετέτρεψαν το ψηφιδωτό από τέχνη για τους λίγους σε συνηθισμένο διακοσμητικό μέσο (οικίες Δήλου 2ος π.Χ.αι.) Κατά τη διάρκεια του 3ου π.Χ. αι. ητέχνη του ψηφιδωτού υπέστη ριζική αλλαγή και χρησιμοποιήθηκε, εκτός από τα δάπεδα, στην αρχιτεκτονική κήπων (κρήνες με ψηφιδωτά), στη διακόσμηση θόλων λουτρών και κτηρίων και για τη φιλοτέχνηση θρησκευτικών εικόνων.

Παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά
Από τις παλαιότερες χριστιανικές διακοσμήσεις τοίχων με ψηφιδωτά είναι εκείνη της εκκλησίας της Σάντα Κοντσάντσα (Αγίας Κωνσταντίας) της Ρώμης , που κτίστηκε το 320-330 ως μαυσωλείο της κόρης του Κωνσταντίνου. Το θεματολόγιο των παραστάσεων έχει πολλά διονυσιακά και ειδωλολατρικά στοιχεία, επειδή προφανώς δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη χριστιανικό εικονογραφικό πρόγραμμα αλλά και λόγω της αλληγορικής σημασίας της αμπέλου και του οίνου στη χριστιανική θρησκεία.

Βυζαντινά ψηφιδωτά
Τα ψηφιδωτά που φιλοτεχνήθηκαν στη Ραβέννα για τον Οστρογότθο βασιλιά Θεοδώριχο (493-526μ.Χ.) είναι οι πρώτες ολοκληρωμένες εκδηλώσεις της βυζαντινής τέχνης στη Δύση. Κυριαρχεί  το  χρυσό  φόντο και ακολουθεί το ασημένιο που αποτελεί καινοτομία στα ψηφιδωτά της Ιταλίας. Στην Ανατολή , ο περίκεντρος ναός του Αγίου Γεωργίου στην Θεσσαλονίκη δείχνει την πρωιμότερη άνθηση του βυζαντινού ψηφιδωτού (400 μ.Χ. περίπου). Στις μορφές των αγίων για τα πρόσωπα και τα χέρια χρησιμοποιείται κυρίως φυσική πέτρα , που οι λεπτές τονικές διαβαθμίσεις της έρχονται σε αντίθεση με τις έντονων χρωμάτων γυάλινες ψηφίδες της κόμης και των ενδυμάτων.
Στα ψηφιδωτά του 6ου αι.συναντώνται οι πρώτες εκλεπτύνσεις που εισήγαγαν οι βυζαντινοί για να τονίσουν τη λάμψη των χρυσών ψηφίδων.Τις τοποθετούσαν σε  λοξές γωνίες κι έτσι προσέδιδαν στα ιερά πρόσωπα μια εξαίσια φωτεινή αίγλη.
Η λεγόμενη Αναγέννηση των Παλαιολόγων (1261-1453) οδήγησε στην ανανέωση της βυζαντινής τέχνης των ψηφιδωτών. Καθώς η ζωγραφική έδειξε προτίμηση για την προοπτική και τον τρισδιάστατο χαρακτήρα, οι ψηφιδογράφοι αναμόρφωσαν την τεχνική τους: μικρότερο μέγεθος ψηφίδων, τα περιγράμματα έπαψαν να είναι άκαμπτα και έγιναν λεπτότερα, επανήλθε το χρώμα και το ενδιαφέρον για τις οπτικές εντυπώσεις του χρυσού. Η αίσθηση του χρώματος χαρακτηρίζει ένα από τα μεγαλύτερα ψηφιδωτά αριστουργήματα, το τύμπανο της Δέησης στο νότιο υπερώο της Αγια-Σοφιάς.

Μεσαιωνικά ψηφιδωτά της Δυτικής Ευρώπης
Τα ψηφιδωτά δαπέδου γνώρισαν στη Δύση μια μοναδική αναγέννηση. Κατά τον πρώιμο μεσαίωνα οι βυζαντινοί ανέπτυξαν έναν ιδιαίτερο τύπο κάλυψης δαπέδου με γεωμετρικά ψηφιδωτά από κομμάτια μαρμάρου διαφόρων μεγεθών και σχημάτων(opus sectile, μαρμαροθετήματα). Η τέχνη αυτή που αποκλήθηκε Κοσμάτι(από την ομώνυμη οικογένεια μαρμαρογλυπτών της Ρώμης) , διαδόθηκε στη Δύση, όπου υπήρξε μια αναβίωση της διακόσμησης των δαπέδων των ναών με ψηφίδες και με σκηνές τόσο θρησκευτικές όσο και μυθολογικές.

Από την Αναγέννηση στα σύγχρονα ψηφιδωτά
Μετά την πτώση του Βυζαντίου, αν και συνέχισε να  χρησιμοποιείται στη διακόσμηση των εκκλησιών, το ψηφιδωτό μιμήθηκε περισσότερο τη ζωγραφική και έχασε τη λάμψη του.
Η νεώτερη αναβίωση του ψηφιδωτού οφείλεται σε πολλούς λόγους, όπως η αγάπη του κοινού για τη μεσαιωνική τέχνη, για το εξπρεσιονιστικό και αφηρημένο στοιχείο που ενυπάρχει στα ψηφιδωτά, η υφή τους, που ταιριάζει στη  μοντέρνα  αρχιτεκτονική.  Η μεγαλύτερη σύγχρονη χρησιμοποίηση του ψηφιδωτού ως αρχιτεκτονικής διακόσμησης συναντάται στο Μεξικό, όπου σημαντικοί καλλιτέχνες διακόσμησαν με ψηφιδωτά δημόσια κτήρια, όπως οι Ντιέγκο Ριβέρα, Φρανσίσκο Έπενς, κ.ά.
Το ψηφιδωτό σήμερα -εκτός από τη συμβατική χρήση του- αποτελεί μια από τις πολυάριθμες τεχνικές για τη  διακοσμητική  κάλυψη  μιας επιφάνειας με τη χρήση διάφορων ανθεκτικών ή μη υλικών.

Προκολομβιανά ψηφιδωτά
Η τεχνική συναντάται στα εδάφη των Μάγια από το 590 π.Χ. , αλλά έγινε πιο γνωστή επί της αυτοκρατορίας των Αζτέκων (1376-1519). Οι μεξικανοί τεχνίτες δούλευαν με οψιδιανό, χαλαζία, βήρυλλο, μαλαχίτη, νεφρίτη, χρυσό , φίλντισι, όστρακο, αλλά κυρίως τυρκουάζ. Λόγω του πλούτου των θρησκευτικών εθίμων χρησιμοποιούσαν τα υλικά αυτά για να κατασκευάσουν τελετουργικά σύνεργα: μάσκες, ασπίδες, κράνη, περιλαίμια, λαβές μαχαιριών, κάτοπτρα, φιγούρες ζώων κλπ.
Μνημειακή χρήση της τεχνικής συναντάται στην υπό τύπο ψηφιδωτού εξωτερική επένδυση τοίχων ορισμένων κτηρίων στη Μίλτα (της Οαχάκα) αλλά και στις περίτεχνες προσόψεις των Μάγια (Γιουκατάν).
πηγή: ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Μια κυριακάτικη εκδρομή στη Βραυρώνα διδάσκει ιστορία και πολιτισμό



Στη Βραυρώνα, στα ανατολικά παράλια της Αττικής, βρισκόταν ένα από τα αρχαιότερα και πιο σεβάσμια ιερά. Εκεί λατρεύονταν η Βραυρωνία ΄Αρτεμις και η Ιφιγένεια, που ήταν προστάτιδες της γονιμότητας και της ευτοκίας των γυναικών.
Το ιερό βρίσκεται σε μια μικρή κοιλάδα που απλώνεται ανάμεσα από χαμηλούς λόφους και τη θάλασσα η οποία εισχωρεί ανάμεσά τους δημιουργώντας ένα βαθύ φυσικό λιμάνι. Ο Ερασίνος, ένας χείμαρρος που ακόμα και σήμερα την διαρρέει, απειλούσε πάντα το ιερό με τις πλημμύρες του. 
Στο χώρο του ιερού σώζονται αναστηλωμένα τμήματα από μια στοά, τα ερείπια του ναού, καθώς και άλλα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα. Στο μουσείο, που είναι ένα από τα πιο σημαντικά της Ατικής, υπάρχουν ευρήματα της Βραυρώνας και άλλων οικισμών και νεκροταφείων της Αττικής όπως από το Πόρτο Ράφτη, τη Μερέντα, την Περάτη και την Ανάβυσσο.
Κέντρο της λατρειας στο ιερό της Βραυρώνας αποτέλεσε ο ναός της Αρτέμιδος (1), δωρικός με οπισθόδομο ή άδυτο, που οικοδομήθηκε στο α΄μισό του 5ου αι. στη θέση του κατεστραμμένου από τους Πέρσες παλαιότερου ναού.
Ανατολικά του ναού , γύρω στο 500 π.Χ. κατασκευάστηκε πολυγωνικός αναλημματικός τοίχος, πιθανώς για την πραγματοποίηση ειδικών τελετών .(2)


Η Ιφιγένεια, κλειδούχος ιέρεια της Αρτέμιδος, λατρευόταν στο ιερό ως χθόνια ηρωίδα. Πυρήνα της λατρείας της αποτέλεσε ο μυθικός τάφος, το "κενήριον", στη βόρεια πλαγιά του λόφου της Βραυρώνας (6). Στα κλασικά χρόνια ιδρύθηκε ένας μικρός ναός , το Ηρώο της Ιφιγένειας(5) και ένα μεγαρόσχημο κτίσμα που ονομάστηκε Ιερά Οικία (7).
Η στοά (12), πελώριο εκατόμπεδο οικοδόμημα δωρικού ρυθμού, περιβάλλει σε σχήμα Π το μεγάλο κεντρικό αίθριο που περιβάλλεται από στοές με κιονοστοιχίες. Στις δύο πλευρές της στοάς διαμορφώθηκαν δωμάτια που είχαν ξύλινες κλίνες και λίθινα τραπέζια.
Η τετράγωνη πέτρινη γέφυρα του 5ου π.Χ.αι. (10) σηματοδοτούσε μάλλον την κατάληξη ιεράς οδού από την Αθήνα στη Βραυρώνα και εξυπηρετούσε τη διέλευση πεζών και τροχοφόρων πάνω από την κοίτη των υδάτων που έρρεαν από την Ιερά Πηγή στον ερασίνο ποταμό.
Στην παρουσίαση που ακολουθεί θα δείτε πολλά από τα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου Βραυρώνας .