Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

εκπαιδευτικές καινοτομίες...

Τον «οδικό χάρτη» του νέου Δημοτικού παρουσίασε ο υπουργός Παιδείας, Ανδρέας Λοβέρδος, κατά την εισήγησή του στη συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.
Αν ξύσει κανείς τα περιτυλίγματα και τα ευχολόγια, η πρόταση του υπουργείου Παιδείας περιλαμβάνει την ευελιξία του προγράμματος σπουδών (οι εκπαιδευτικοί συνδιαμορφώνουν σε ένα ποσοστό την ύλη), τη λειτουργική και διοικητική αυτοτέλεια των σχολικών μονάδων, την αλλαγή στο πρότυπο διοίκησης τόσο της σχολικής μονάδας όσο και γενικότερα σε επίπεδο Περιφέρειας και Διεύθυνσης, την ενίσχυση της αυτονομίας, του σχεδιασμού σε όλα τα επίπεδα, του προγραμματισμού, της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και της λογοδοσίας, την ισχυροποίηση των Περιφερειακών Διευθύνσεων με αποκέντρωση, «καθετοποίηση» και αντιστοίχιση υπηρεσιών με κέντρο διαχείρισης προσωπικού την Περιφέρεια Εκπαίδευσης, την εμπλοκή των κοινωνικών εταίρων, των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης, των γονέων και τη δημιουργία ενός σχολείου όχι μόνο γνώσεων, αλλά και δεξιοτήτων.
Καινοφανείς ιδέες από το παρελθόν
Ο υπουργός Παιδείας εξαγγέλλει ως «ριζοσπαστικές, φιλοεκπαιδευτικές αλλαγές» αυτές ακριβώς που προβλέπονταν και στο «νέο σχολείο» της προκατόχου του, Αννας Διαμαντοπούλου (την πολιτική της οποίας θέλει στην ουσία να «μετεξελίξει δημιουργικά»). Το 2009 η τότε υπουργός Παιδείας Α. Διαμαντοπούλου προτείνει «µια δυναµική εκπαιδευτική µονάδα, µε ευελιξία, λόγο και ευθύνη στη διαχείριση πόρων και την οργάνωση της µάθησης».
Βεβαίως, παρόμοιες κατευθύνσεις είχε και η πολιτική του υπουργείου αρκετά χρόνια πριν, το 1995, όταν υπουργός Παιδείας ήταν ο Γ. Παπανδρέου.
Οι εύηχες λέξεις του υπουργού Παιδείας «λιγότερες μεταδιδόμενες πληροφορίες», «λιγότερη ύλη» και «περισσότερη γνώση» είναι το καμουφλάζ για την επιβολή της πρώιμης εξειδίκευσης, της μετάδοσης απλά και μόνο των απαραίτητων δεξιοτήτων που απαιτεί η αγορά εργασίας (πολλή γυμναστική, λίγα ελληνικούλια, λίγα αγγλικούλια, στοιχεία από θετικές επιστήμες και χρήση των Η/Υ).
Είναι φανερό ότι το υπουργείο Παιδείας επείγεται να μετατρέψει τα σχολεία σε «αυτόνομες» μονάδες, κάτι σαν επιχειρήσεις που θα «βγάζουν το ψωμί τους μόνες τους», με την αξιοποίηση προγραμμάτων ΕΣΠΑ (που όλοι γνωρίζουν ότι δεν είναι τίποτε περισσότερο από «πληρωμένες οδηγίες» για την υποταγή της εκπαίδευσης στις ανάγκες του κεφαλαιοκρατικού κέρδους).
Πίσω από αυτού του τύπου τη διοικητική αυτοτέλεια, η οποία θα συνδέεται και με την αλλαγή στο πρότυπο διοίκησης της σχολικής μονάδας, κρύβεται ότι φορτώνεται η ευθύνη του κόστους λειτουργίας του σχολείου στους εκπαιδευτικούς και η μετακύλισή του στους γονείς των μαθητών.
Στο πλαίσιο της αποκέντρωσης, είναι προφανές ότι ο εκπαιδευτικός καλείται να έχει έναν νέο ρόλο και κυρίως αυτοί που ασκούν διοίκηση. Στην ουσία θα μετατραπούν σε μάνατζερ–διαχειριστές που θα είναι υποχρεωμένοι να αναζητούν πηγές χρηματοδότησης για τη λειτουργία του σχολείου. Την ίδια ώρα, η αποκεντρωμένη Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης μαζί με τις κατά τόπους Διευθύνσεις και τους λεγόμενους κοινωνικούς εταίρους (δήμους, επιχειρήσεις κ.λπ.) θα κάνουν φύλλο και φτερό τα υπολείμματα των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών.
H ανάθεση μεγάλου μέρους της ευθύνης για τη χρηματοδότηση, τη λειτουργία, τους προσανατολισμούς κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος στο εκπαιδευτικό προσωπικό, τους εκπαιδευόμενους, τους γονείς, την «τοπική κοινωνία» και τους «παραγωγικούς φορείς» (δηλαδή τις επιχειρήσεις) είναι φανερό ότι καλλιεργεί την τάση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις των «πελατών», αφού η συντήρηση ή η ανάπτυξή τους εξαρτώνται άμεσα από τη «ζήτηση» των εκπαιδευτικών «προϊόντων» τους.
Είναι σαφές ότι οι δήμοι θα αναζητήσουν πόρους από ιδιωτικές επιχειρήσεις-χορηγούς, από νέους δημοτικούς φόρους και από εισφορές γονέων, καθώς η τοπική αυτοδιοίκηση έχει τη δυνατότητα να καθορίσει ανταποδοτικά τέλη για τη λειτουργία των σχολείων της περιοχής της.
Αυτή, βεβαίως, είναι μια μέθοδος μετακύλισης του κόστους λειτουργίας του σχολείου ακόμη μια φορά στον οικογενειακό προϋπολογισμό, ο οποίος ήδη στενάζει. Είναι φανερό ότι μέσα από την επιχείρηση «αποκέντρωση της εκπαίδευσης» προωθούνται η μεταφορά της ευθύνης και του κόστους στη λαϊκή οικογένεια, η διευκόλυνση της εισόδου του κεφαλαίου στην εκπαίδευση και η ένταση της ταξικής διαφοροποίησης.
συντάκτης : Χρήστος Κάτσικας 
πηγή:http://www.efsyn.gr/arthro/dramatikes-allages-sta-dimotika

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

για το Παρατηρητήριο για την Πρόληψη της Σχολικής Βίας και Εκφοβισμού (bulling κατά το αμερικανικότερον!)

Την τελευταία τριετία γονείς, εκπαιδευτικοί μαθητές και κοινωνία, γινόμαστε μάρτυρες μιας συστηματικής προσπάθειας για να πεισθούν οι πάντες ότι βρισκόμαστε μπροστά σε «πανδημία της λεγόμενης ενδοσχολικής βίας». Πρόκειται για μια ιδεολογική-πολιτική κατασκευή που με την επιστημονική συνδρομή των κυρίαρχων μοντέλων της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας και την πρόθυμη συμβολή των ΜΜΕ έχουν ως κύριο πολιτικό στόχο τον αποπροσανατολισμό μαθητών, γονέων και εκπαιδευτικών, τον έλεγχο και τη συμμόρφωσή τους. Με την εδραίωση του γνωστού παρατηρητηρίου για την πρόληψη της Σχολικής Βίας και του Εκφοβισμού και τις εγκυκλίους που ακολούθησαν τη σύστασή του, επιχειρείται η κατασκευή μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου στην εκπαίδευση μέσα από διαδικασίες και εργαλεία που στοχεύουν στην τεχνητή παθολογικοποίηση των μαθητών και του σχολείου, στη συμμόρφωση και υποταγή των νέων στο κυρίαρχο σύστημα. Ιδιαίτερο ρόλο επιφυλάσσουν στους εκπαιδευτικούς. Με το πρόσχημα της πρόληψης οι παιδαγωγοί εκτοπίζονται από το φυσικό τους χώρο ως «ανίσχυροι» και μετατρέπονται σε «ανιχνευτές προβληματικών συμπεριφορών» των μαθητών τους.. Ταυτόχρονα γίνεται προσπάθεια ένα πολιτικό-κοινωνικό και κατ” εξοχήν παιδαγωγικό ζήτημα να μετατραπεί σε ατομικό ψυχολογικό πρόβλημα. Πολλά ερωτήματα εγείρονται σχετικά τον αριθμό, αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, των ερευνών που στηρίζουν την «πανδημία ενδοσχολικής βίας», τα τεράστια χρηματικά ποσά που προσφέρονται σε συγκεκριμένα άτομα και ομάδες (αλλά όχι στα κατ’ εξοχήν αρμόδια Πανεπιστημιακά ιδρύματα) προκειμένου να υποστηριχτούν προγράμματα και προπαντός συγκεκριμένες εκπαιδευτικές πολιτικές στο χώρο του σχολείου. Η θεωρία της «αυτοεκπληρούμενης προφητείας» φαίνεται να βρίσκει πλατιά εφαρμογή το τελευταίο διάστημα σε όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας.

Ωστόσο κανείς τους δεν απαντά σε ερωτήματα όπως: Γιατί το ενδιαφέρον και η αγωνία της πολιτείας και των μ.μ.ε ,εστιάζεται προκλητικά μόνο στο σχολικό περιβάλλον και τα προγράμματα ευρωπαϊκά και μη, ελέγχουν μόνιμα την ευθύνη-φταίξιμο του σταθερά υπόπτου πλέον ¨Έλληνα εκπαιδευτικού που έμμεσα ή άμεσα καταγγέλλεται και εγκαλείται; Γιατί το ενδιαφέρον αυτό δεν επεκτείνεται στα βιώματα και τις κοινωνικές συνθήκες που επηρεάζουν την ψυχολογία και τη συμπεριφορά των παιδιών, τι λέει το παρατηρητήριο για τη φτώχεια που επικρατεί στις περιοχές και στις οικογένειες των μαθητών μας;
Υπάρχουν περιπτώσεις που ως εκπαιδευτικοί δυσκολευόμαστε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που
γεννά στην παιδική ψυχή η σημερινή πραγματικότητα όχι γιατί μας λείπει η επιστημονική κατάρτιση, θέληση και η ευαισθησία αλλά γιατί η επίλυσή τους απαιτεί ευρύτερες πολιτικές ανατροπές 
Η βίαιη συμπεριφορά στο σχολείο, στο γήπεδο ή στο δρόμο είναι στενά δεμένη με την καταπίεση και την φτώχεια και δεν είναι πρωτοφανές φαινόμενο, απλά τώρα θέλουν να παίξουν και με αυτό προς όφελος τους. Έτσι αντί να συμπαρασταθούν στο έργο των εκπαιδευτικών όπως αυτό σχεδιάζεται μέσα στις σχολικές μονάδες και αφορά την κοινωνική ένταξη των μαθητών προσπαθούν εκμεταλλευόμενοι ανυπόστατες καταγγελίες να τους ελέγξουν και να τους απαξιώσουν θέτοντας σκόπιμα ζήτημα ανεπάρκειας Απαξιώνουν τα προσόντα των εκπαιδευτικών με στόχο τον επαγγελματικό και οικονομικό τους υποβιβασμό και ταυτόχρονα αθωώνουν θεωρώντας δεδομένη και ορθολογική την πολιτική που δημιουργεί στην κοινωνία και στους μαθητές τις συνθήκες της ασφυξίας. Ίσως και η επιθετικότητα μαζί με άλλα προβλήματα που προκύπτουν από την κοινωνική υποβάθμιση μεγάλων λαϊκών στρωμάτων να εξυπηρετήσει τους σκοπούς και τις επιδιώξεις για την τρομοκράτηση των εκπαιδευτικών και την επιβολή με αυταρχισμό της νέας σύγχρονης και άρρηκτα δεμένης με τα μνημόνια εκπαιδευτικής πολιτικής.
Τα σχολεία δεν έχουν ανάγκη ούτε από παρατηρητές ούτε από αξιολογητές. Η επίλυση των πραγματικών προβλημάτων της νεολαίας και της εκπαίδευσης είναι πολύ μακριά από τους στόχους τους και τις επιδιώξεις τους. Η βία ήταν είναι και θα είναι κοινωνικό φαινόμενο απόρροια της αντικοινωνικής πολιτικής, της πολιτικής την οποία στις μέρες μας ούτε αξιολογούν ούτε καν παρατηρούν οι δοτοί του συστήματος παρά μόνο με συνέπεια και υπαλληλική υποταγή εφαρμόζουν 
Καλούμε τον κάθε εκπαιδευτικό:Να αρνηθεί τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα. Να μη συμμετέχει ούτε ως υπεύθυνος του σχολείου του, ούτε στην ομάδα υποστήριξης. Να αρνηθεί να δώσει στοιχεία για τη συμπεριφορά των μαθητών του στην Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης. Να μη συμμετέχει σε καμιά δράση που θα πάει να πραγματοποιηθεί μέσα στο σχολείο του, γιατί αυτές στοχεύουν να μας κάνουν συνένοχους και συμμέτοχους στους στόχους τους.

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ 
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ 
ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ «ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ» 

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014