Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος


Προλεγόμενα 
 Είδε το πρώτο φως στις 26 Μαΐου του 1924, με εκ γενετής καρδιοπάθεια, στην Αμαλιάδα. Από την τετάρτη δημοτικού είχε ήδη αρχίσει να ασκείται στην ποίηση , γράφοντας στα τετράδιά του ποιήματα ("επικολυρικά και σατιρικά" επρόκειτο να τα χαρακτηρίσει πολύ αργότερα ο ίδιος). Το φθινόπωρο του 1942, και ενώ έχει συνδεθεί με το ΕΑΜ,αποβάλλεται δια παντός από όλα τα σχολεία της επικράτειας . Είχαν προηγηθεί διαδοχικές αποβολές από το 1936 έως το 1941 , κατά τα χρόνια της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας, στην οποία η εγγραφή δεν ήταν επισήμως υποχρεωτική , αν και ο εσωτερικός της κανονισμός ήταν σαφής : "Η εγγραφή ολοκλήρου της ελληνικής νεολαίας εις την Ε.Ο.Ν.αποτελεί καθήκον όλων".Ο νεαρός Αλεξανδρόπουλος δεν θα καταβληθεί- θα καταφέρει να αποφοιτήσει από το γυμνάσιο στο Πελόπιο της Ηλείας. Από το καλοκαίρι του '43 και ως την Απελευθέρωση θα βρεθεί στην Αθήνα , για να δώσει εξετάσεις στη Νομική Σχολή. Το 1947 θα διακοπεί η αναβολή του από το στρατό λόγω σπουδών και θα κληθεί να υπηρετήσει , εγκαταλείποντας τη Νομική στο τελευταίο έτος. Στις αρχές του 1948 θα συναντήσει τους αντάρτες του αρχηγείου της Ηπείρου. Λίγο αργότερα θα ξεναγήσει στο Γράμμο τον Πολ Ελυάρ, ο οποίος είχε προηγουμένως επισκεφθεί το Βίτσι , όπου έδρευε η "Κυβέρνηση του Βουνού". Στις 29 Αυγούστου 1948, ο εθνικός στρατός καταλαμβάνει το τελευταίο ύψωμα στο Γράμμο, η προσωρινή ''Δημοκρατική Κυβέρνηση των Ανταρτών" εξορίζεται, ο Αλεξανδρόπουλος καταφεύγει αρχικά στο Ελμπασάν της Αλβανίας, κι από κει - στο τέλος του 1949- ταξιδεύει προς τη Σοβιετική Ένωση: 14η πολιτεία πολιτικών προσφύγων στην Τασκένδη, τορναδόρος σε εργοστάσιο, φυματίωση. το 1954 θα τον βρει στο Βουκουρέστι, να συμμετέχει στη μετάφραση των βιβλίων του Λένιν και στη σύνταξη του περιοδικού Νέος Κόσμος. Έναν χρόνο νωρίτερα το στρατοδικείο Ιωαννίνων τον καταδίκαζε ερήμην τρις σε θάνατο. Το 1956 ζητά απαλλαγή από τις κομματικές απασχολήσεις και φεύγει για τη Μόσχα, όπου φοιτά στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο ως το 1961 . Εκεί, το 1957 γνωρίζει τη Σόνια Ιλίνσκαγια, δευτεροετή φοιτήτρια στο κλασικό τμήμα της φιλολογικής σχολής στο Παν/μιο του Λομονόσωφ. Παντρεύονται το 1959 , λίγα χρόνια αργότερα αποκτούν το παιδί τους , τη φιλόλογο Όλγα Αλεξανδροπούλου. Η Χούντα του στερεί το 1967 την ελληνική ιθαγένεια. Με τη μεταπολίτευση η οικογένεια επιστρέφει στην Ελλάδα. Έκτοτε ο Αλεξανδρόπουλος ζει και εργάζεται - χωρίς κομματική πλέον ένταξη-στην Αθήνα, αφοσιωμένος στο έργο του, εκφράζοντας τόσο την ελληνική όσο και τη ρωσική πολιτισμική παράδοση. Εκδίδει διηγήματα, μυθιστορήματα, ταξιδιωτικά κείμενα , μελέτες , μεταφράσεις- μετάφρασή του εξάλλου ήταν και το τελευταίο βιβλίο της σειράς "Βιβλιοθήκη Μήτσου Αλεξανδρόπουλου" που πρόλαβε να δει τυπωμένο. Πρόκειται για το βιβλίο "Όσιπ Μαντελστάμ Στην Πετρούπολη θα σμίξουμε και πάλι"(2008) Ο συγγραφέας συνομιλεί με τον ρώσο ποιητή που τον παρέσυρε η δίνη της εποχής του , διότι:"περπατούσε υπέρ το δέον ευθυτενής". "Όσο προσπαθώ να δω τις επιρροές που ασκήθηκαν πάνω μου από άλλους , πάλι καταλήγω εκεί, τα περισσότερα μου τα καθόρισε ο τρόπος ζωής μου", θα πει σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του (Κ.λπ. και Τέχνες και Γράμματα, 1993).Και η ομολογία αυτή συναιρεί τα πολλαπλά συγγραφικά πρόσωπα του Αλεξανδρόπουλου σε ένα.Έτσι , ο συγγραφέας, ο δοκιμιογράφος και ο μεταφραστής συναντιούνται στην επιθυμία του "να είναι ορατή μια κίνηση από κάποιες αντιλήψεις ,σχηματισμένες υπό το κράτος μιας πολιτικής ιδεολογίας, στην ανθρώπινη, την πολιτική στάση, με την έννοια που έχει το ατομικό βίωμα , και για περισσότερη ακρίβεια, στη συμβολή του με τους άλλους , με τον άλλο κόσμο και με τη ζωή, κι αν ακόμα γίνεται λόγος περί ιστορίας". Το μέλημα του Αλεξανδρόπουλου, είτε ως πεζογράφου είτε ως δοκιμιογράφου είτε ως μεταφραστή, παραμένει το ίδιο: η κοινωνική ευθύνη, η ηθική τάξη, η μνήμη, η στοχαστική ενατένιση της ροής του χρόνου και της Ιστορίας, η αναμέτρηση με το χρόνο ή, κατά τη δική του διατύπωση, οι" πειρασμοί της ζωής στο δρόμο που παίρνει".
Αλεξανδρόπουλος -Ιλίνσκαγια στη Μόσχα ,1959
 (κείμενο της Ελένης Κεχαγιόγλου, υπεύθυνης του τμήματος λογοτεχνίας των εκδόσεων Ελληνικά Γράμματα, στο αφιέρωμα του περιοδικού "Διαβάζω"στον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο τ.501, Νοέμβριος 2009)

  "Τα αρματωμένα χρόνια και τα χρόνια της περίσκεψης" του Αλέξη Ζήρα

Για τους συστηματικούς μελετητές και τους φιλέρευνους αναγνώστες του έργου του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου είναι εμφανής η γενετική σχέση των διαφόρων αφηγηματικών ειδων με τα οποία ασχολήθηκε ο συγγραφέας. Μία σχέση που την εντοπίζουμε κυρίως χάρη στην ενότητα της γραφής του, χάρη στο ότι δεν μοιράστηκε ανάμεσα στα θεωρούμενα ως διακριτά είδη, αλλά έμεινα ουσιαστικά ο ίδιος. Η ενότητα αυτή φαίνεται αμέσως στο αρρενωπό, ρωμαλέο, νευρώδες και ταυτόχρονα θερμό και υπόρρητα νοσταλγικό του ύφος. Ξεχώρισε στα πρώτα του πεζά, τη δεκαετία του '50, και συνέχισε έκτοτε να αποτελεί σταθερό μοτίβο στα διηγήματα , στα μυθιστορήματα, στις μυθιστορίες, στα ταξιδιωτικά και στα ιστορικά του, στις μεταφράσεις του, επίσης.Παντού. Είναι ο αψευδέστερος μάρτυρας της παρουσίας του , κάτι που δεν είναι εύκολο δώρημα στους συγγραφείς. Αναρωτιέμαι αν συγκρίνοντας , αλλά όχι βαθμολογώντας, μπορούμε να ξεχωρίσουμε σήμερα εξ όνυχος τα πεζά του Τάσου Αθανασιάδη, του Πετσάλη Διομήδη, ακόμα και του Θεοτοκά.Στον Αλεξανδρόπουλο, όμως, είναι εξίσου παρούσα η ενότητα ύφους στις μυθοπλασίες όσο και στις αυτομυθοπλασίες του, στις Νύχτες και Αυγές όσο και στο δίτομο Αυτά που μένουν που το χαρακτήρισα έτσι, αυτομυθοπλασία, γιατί δεν πιστεύω ότι ο συγγραφέας μπορεί να βιογραφηθεί σαν σε καθρέφτη, αλλά μόνο σαν κάποιος άλλος που είναι συνεχώς δίπλα στον εαυτό του.
 Σε συνέντευξή του με τον Νίκο Λαγκαδινό το Μάιο του 1993: "Τη δουλειά μου την αισθάνομαι να έχει σε μεγάλο βαθμό καθοριστεί από τη βιωματική ποίηση. Όσο προσπαθώ τώρα να δω και τις επιρροές που ασκήθηκαν πάνω μου από άλλους, πάλι καταλήγω εκεί, τα περισσότερα μου τα καθόρισε ο τρόπος της ζωής μου. Όχι το άλφα ή βήτα γεγονός, αλλά η ροή τους , όλη μαζί η κίνηση αυτή υπαγόρευσε ρυθμούς, θέματα, μορφές, τον τρόπο της γραφής και μια συνοχή που τώρα τη βλέπω καθαρά. Τώρα καταλαβαίνω μερικά πράγματα που άλλοτε μάλλον δεν τα ήξερα , δεν τα σκεφτόμουν, ήταν από κάτω και δούλευαν μόνα τους. Τώρα βλέπω πως μέσα από τα βιβλία μου έβγαινε απάνω η σειρά, το νήμα της συνέχειας. Εκείνη ήταν για μένα το πιο μεγάλο γεγονός, αυτήν έχω υπόψη μου όταν μιλώ για καθορισμούς στη δουλειά μου. Τα βιβλία μου , ανεξάρτητα από πού παίρνουν την ύλη,ανεξάρτητα επίσης κι από τα είδη που καλλιέργησα, έχουν κάτι χερούλια και πιάνονται απαραίτητα από το παραμύθι της ζωής μου. Είναι οι δικές μου αντιδράσεις σ' έναν και τον αυτό έντονο πειρασμό της ζωής μου στο δρόμο που πήρε. Ο δρόμος, αυτό ήταν το πρόβλημά μου. Θα το πω και σ'εσάς, ότι αισθάνομαι πως έγραφα συνέχεια το ίδιο βιβλίο. Αλλά δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να τα αναλύσω αυτά και να σας δείξω πώς ακριβώς βλέπω τις επαφές". Όλα αυτά τα στοιχεία που μας βοηθούν να το οικειωθούμε - γιατί το έργο του Αλεξανδρόπουλου ουσιαστικά είναι λίγο γνωστό, λιγότερο από το έργο πολλών συγγραφέων ήσσονος αξίας, και μας περιμένει να το γνωρίσουμε- ένα πράγματι ενδιαφέρον, πολυθεματικό, πολύμορφο, πολυειδές έργο, παρά το ότι για ένα μεγάλο διάστημα -μέσες άκρες ως το 1974- μπορούμε να δεχτούμε ότι ήταν εγκλωβισμένο στους κόλπους της ίδιας της γραμματολογίας μας , μένοντας σε μία κάπως μετέωρη κατάσταση.Σ' ένα περίεργο καθαρτήριο, ας πούμε. Και ονομάζω "μετέωρη κατάσταση"το περίεργο όντως φαινόμενο να έχει μία σαφή αν και περιορισμένη ευνοϊκή υποδοχή σε όλη της προηγούμενη πεντηκονταετία, αρχής γενομένης από τα έντυπα της αριστεράς, την Αυγή και την Επιθεώρηση Τέχνης στη δεκαετία 1955-1965, αλλά να μένει παραταύτα μοναχικό και άστεγο, μακριά από τις κριτικές συνθέσεις και τα ιστοριογραφικά της σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Για να πούμε την αλήθεια, ακόμα και η λογοτεχνική κριτική που φρονούσε αριστερά δεν μοίρασε δίκαια τον λόγο της στους ομόδοξους συγγραφείς της αναγκαστικής υπερορίας, αυτούς δηλαδή που δημιουργούσαν υποχρεωμένοι να ζουν εκείθεν των βόρειων συνόρων. Τα βιβλία του Αλεξανδρόπουλου δεν συσχετίστηκαν με τα άλλα σημαντικά έργα της γενιάς που θήτευσε στον πόλεμο και μαθήτευσε στο αντιστασιακό συλλογικό πνεύμα. Και έτσι παρέμειναν, τουλάχιστον ως τα μέσα της δεκαετίας του '70, ένα λογοτεχνικό πολύμορφο εγχείρημα που όμως ο αναγνωστικός του ορίζοντας στάθηκε περιορισμένος ή κλειστός. Βέβαια, δεν είναι μόνο το έργο του Αλεξανδρόπουλου που πέρασε τη δοκιμασία αυτή. Μ εμία έννοια, όχι εντούτοις την ίδια, τα διηγήματα του Τέλους της Μικρής μας Πόλης ή των Ανυπεράσπιστων του Δημήτρη Χατζή, όπως και τα πεζά της Μέλπως Αξιώτη, Το σπίτι μου και Κάδμω , φέρουν πάνω τους σαν σφραγίδα αυτόν τον καημό, αυτό το συναίσθημα της ξενότητας που είναι φωλιασμένο και σε εκείνον και μοιάζει αθεράπευτο. Γι' αυτό και νομίζω ότι είναι εύλογο πως όλοι τους , αποκομμένοι από την αίσθηση και τη βίωση της τρέχουσας πραγματικότητας στρέφονται στις μνημονικές πηγές, στην εξεικόνιση ενός κόσμου που ακόμα ήταν αρραγής, μια και δεν είχε τεμαχιστεί με τη γνωστή βιαιότητα από τη μετεμφυλιακή ψύχωση.
 (κείμενο του Α.Ζήρα στο τεύχος 501 ,Νοέμβριος 2009, του περιοδικού Διαβάζω)